- αζευγάριστος
- -η, -ο [ζευγαρίζω](για εκτάσεις) αυτός που δεν ζευγαρίστηκε, ανόργωτος, ακαλλιέργητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζευγάριστος — η, ο αυτός που δεν οργώθηκε: Τα χωράφια αγρίεψαν, γιατί έμειναν αζευγάριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος … Dictionary of Greek